- σιαλοφαγία
- η, Ν [σιαλοφάγος]1. ιατρ. κατάποση υπερβολικής ποσότητας σάλιου, συνήθως σε περιπτώσεις σιαλόρροιας, αλλά και σε συνδυασμό με αεροφαγία2. (κτην.) (κυρίως στα άλογα) παθολογικό φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα άλογα και κατά το οποίο το ζώο καταπίνει σπασμωδικά σάλιο και αέρα μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.